μουσκεύομαι

μουσκεύομαι
μουσκεύομαι, μουσκεύτηκα, μουσκεμένος βλ. πίν. 18

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ενδιασπείρω — (AM ἐνδιασπείρω) διασπείρω ανάμεσα αρχ. ( ομαι) 1. (για νεύρα) διακλαδίζομαι 2. εμποτίζομαι, μουσκεύομαι …   Dictionary of Greek

  • καταιονούμαι — καταιονοῡμαι, έομαι (Α) καταβρέχομαι, εμποτίζομαι, μουσκεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μέσος και παθητικός τ. τού καταιον άω / ῶ, που κλίνεται όμως κατά τα ρ. σε έομαι / οῦμαι] …   Dictionary of Greek

  • μούσκεμα — το [μουσκεύω] 1. το να μουσκεύει κάποιος κάτι, βρέξιμο, διαπότιση, διαβροχή 2. φρ. α) «είμαι μούσκεμα» ή «γίνομαι μούσκεμα» βρέχομαι πάρα πολύ, μουσκεύομαι β) «τά κάνω μούσκεμα» αποτυγχάνω, τά θαλασσώνω …   Dictionary of Greek

  • μυλάσασθαι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Κυπρίους) «τὸ σῶμα ἢ τὴν κεφαλήν σμήξασθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαρεμφάτου μυλάσασθαι αντιστοιχεί πιθ. σε ρ. παράγωγο ενός αμάρτυρου ουσιαστικού *μῦλον. Το ελλ. μῦλ ο θα μπορούσε να αναχθεί σε ρίζα *mū dlo , που όμως δεν… …   Dictionary of Greek

  • πουντιάζω — και ποντιάζω Ν [πούντα] (αμτβ.) 1. διαβρέχομαι, μουσκεύομαι («έγιναν βάλτοι τα βουνά, οι ράχες εποντιάσαν», Βαλαωρ.) 2. κρυολογώ, παθαίνω πούντα («βάλε ένα ρούχο πανω σου, θα πουντιάσεις») 3. (μτβ.) εκθέτω κάποιον σε ρεύμα με κίνδυνο να υποστεί… …   Dictionary of Greek

  • καταβρέχομαι — 1 καταβρέχτηκα, καταβρεγμένος βλ. πίν. 32 2 καταβράχηκα, καταβρεγμένος βλ. πίν. 113 Σημειώσεις: καταβρέχομαι : στην παθητική φωνή ξεχωρίζουν οι σημασίες του ρήματος και από άποψη μορφής. Οι τύποι καταβρέχτηκα, να καταβρεχτώ κτλ. έχουν την έννοια… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”